- κηροδέτης
- κηρό-δετος, u. κηρο-δέτης, ὁ, mit Wachs verbunden, befestigt; πνεῦμα, das Blasen auf dieser
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek